πολυσέπαλος

πολυσέπαλος
-ο, -η, Ν
(για άνθος) αυτός που τα σέπαλά του δεν είναι ενωμένα μεταξύ τους και εισέρχονται ελεύθερα στην ανθοδόχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polysepalous (< πολυ-* + σέπαλο). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”